- κορίσκος
- κορίσκος, ὁ (Α)(υποκορ. τού κόρος)1. αγοράκι2. ως κύριο όν. Κορίσκος(για δήλωση ενός υποτιθέμενου προσώπου) ο τάδε, ο δείνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (ΙΙ) «αγόρι» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορίσκος — any supposed person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκε — κορίσκος any supposed person masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκον — κορίσκος any supposed person masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκου — κορίσκος any supposed person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκῳ — κορίσκος any supposed person masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)